φουκαράκος

φουκαράκος
ο бедняжка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φουκαράκος" в других словарях:

  • φουκαράκος — ο, Ν δύστυχος ανθρωπάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. ανθρωπ άκος)] …   Dictionary of Greek

  • κλεφταράκος — ο μικροκλέφτης, κλεφτρόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ αρος + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ αρ άκος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»